- τακονικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τακονική ορογένεση»(γεωλ., σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν στο απαλάχιο γεωσύγκλινο, κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τών ΗΠΑ, και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία ορεινών όγκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. taconic < Taconic (range), ονομ. οροσειράς στα βορειοανατολικά τών ΗΠΑ].
Dictionary of Greek. 2013.